- εἰσέπνευσα
- εἰσπνέωinhaleaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισπνέω — εισπνέω, εισέπνευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής